- επαμύντωρ
- ἐπαμύντωρ, ο, η (Α) [επαμύνω]βοηθός, υπερασπιστής («ἐσθλώ τοι τούτω γ' ἐπαμύντορε», Ομ. Οδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαμύντωρ — helper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαμύντορα — ἐπαμύντωρ helper masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαμύντορε — ἐπαμύντωρ helper masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαμύντορες — ἐπαμύντωρ helper masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαμύντορι — ἐπαμύντωρ helper masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμύντωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βοιωτός, ονομαστός για την περικεφαλαία του, που ήταν κοσμημένη με δόντια κάπρου. 2. Πατέρας του Φοίνικα, που καταράστηκε τον γιο του να μείνει άτεκνος, επειδή, από στοργή προς τη μητέρα του, κατέκτησε την ερωμένη… … Dictionary of Greek